αψίς

αψίς
(-ίδος) η см. αψίδα;

§ αψίς της αστράβης — седельная лука


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αψίς" в других словарях:

  • άψις — ἅψις, η (Α) [άπτω] 1. άγγιγμα, επαφή 2. φρ. «ἅψις φρενῶν» παραφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • ἄψις — ἄψῑς , ἄψις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἄψις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅψις — ἅψῑς , ἅψις touching fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἅψις touching fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψίς — ἀψί̱ς , ἁψίς loop fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψίς — ἁψί̱ς , ἁψίς loop fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αψίς — η βλ. αψίδα …   Dictionary of Greek

  • ἀψῖδα — ἁψίς loop fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψῖδας — ἁψίς loop fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψῖδες — ἁψίς loop fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψῖδι — ἁψίς loop fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψῖδος — ἁψίς loop fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»